ῥιζῶν

ῥιζῶν
ῥίζα
root
fem gen pl
ῥιζόω
cause to strike root
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ῥιζόω
cause to strike root
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ῥιζόω
cause to strike root
pres part act masc nom sg
ῥιζόω
cause to strike root
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥίζων — ῥιζόω cause to strike root imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ῥιζόω cause to strike root imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. — κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • Κρότο, Χάρολντ — (Sir Harold Kroto, Γουίσμπετς, κομητεία Κέιμπριτζ 1939 –). Άγγλος χημικός. Το 1961 αποφοίτησε από το τμήμα χημείας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ και το 1964 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φασματοσκοπίας των… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • ρίζωση — η / ῥίζωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ῥιζῶ( ώνω)] 1. (για φυτό) πιάσιμο ρίζας, έκφυση ριζών, ανάπτυξη ριζών, ρίζωμα 2. μτφ. στερέωση, σταθεροποίηση αρχ. μτφ. 1. σχηματισμός, μορφοποίηση τού εμβρύου 2. σχηματισμός τών φλεβών και τών αρτηριών …   Dictionary of Greek

  • βίβλος ή βιβλική ζώνη — (Βιολ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς και στις ρίζες των φυτών, ο οποίος παράγεται από το κάμβιο και αποτελείται από ηθμώδη αγγεία (ηθμοσωλήνες), συνοδευόμενα από βιβλικές ίνες και βιβλικό παρέγχυμα. Γενικά, σχηματίζει φυλλοειδή στρώματα, με …   Dictionary of Greek

  • Βιέτ, Φρανσουά — (François Viéte, 1540 – 1603). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Σπούδασε νομικά και διετέλεσε μυστικοσύμβουλος των βασιλιάδων Ερρίκου Γ’ και Ερρίκου Δ’. Ο Β. θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς του αιώνα του. Διατύπωσε τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • Λαρούς, Πιερ — (Pierre Larousse, Τουσί 1817 – Παρίσι 1875). Γάλλος λεξικογράφος, εκδότης και συγγραφέας. Σπούδασε με υποτροφία στις Βερσαλίες και σε ηλικία είκοσι ετών ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής μέσης εκπαίδευσης στη γενέτειρά του, στην οποία και καθιέρωσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”